άλκαλι

άλκαλι
το χημ.
συνοπτική ονομασία κυρίως τών μετάλλων τών αλκαλίων (Li, Na, Κ, Cs, Rb, Fr), αλλά και τών υδροξειδίων τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος. πρβλ. αγγλ. alkali, < γαλλ. alkali < αραβ. al-galīy «τέφρα τών φυτών σαλσόλα και σαλικορνία» < galay «ψήνω, τηγανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλκαλιώνω — ή αλκαλιοποιώ [άλκαλι] προσθέτω σε μια ουσία άλκαλι ή τής προσδίδω αλκαλική ιδιότητα …   Dictionary of Greek

  • αλκάλιο — το σπανίως αντί τού άλκαλι* …   Dictionary of Greek

  • αλκάλωση — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελάττωση της πυκνότητας H+ στον οργανισμό. Οφείλεται είτε σε απώλεια οξέων είτε σε άθροιση βάσεων. Η α. διακρίνεται σε αναπνευστική και μεταβολική. * * * η Ιατρ. υπερβολικά χαμηλό επίπεδο οξύτητας ή… …   Dictionary of Greek

  • αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλίμετρο — Πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό βασικών διαλυμάτων. Το α. συνήθως βαθμολογείται σε περιεκτικότητα καυστικού καλίου (ΚΟΗ) κατά όγκο με αντιστοιχία προς βαθμούς Μπομέ. * * * το Χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικός — ή βασικός, ή, ό Χημ. αυτός που αναφέρεται στα αλκάλια ή έχει ιδιότητες αλκαλίου ή καυστικού αλκαλίου π.χ. αλκαλικό διάλυμα είναι το υδατικό διάλυμα που έχει αλκαλική (βασική) αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + κατάλ. ικός* πρβλ. αγγλ. alkaline] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλιμετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αλκαλιμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + μετρικός (< μέτρο(ν) + κατάλ. ικός*), πρβλ. γαλλ. alcalimetrique] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άλκαλι + ούχος < έχω] …   Dictionary of Greek

  • αλκαπτόνη — η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”