αλκαλιώνω — ή αλκαλιοποιώ [άλκαλι] προσθέτω σε μια ουσία άλκαλι ή τής προσδίδω αλκαλική ιδιότητα … Dictionary of Greek
αλκάλιο — το σπανίως αντί τού άλκαλι* … Dictionary of Greek
αλκάλωση — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελάττωση της πυκνότητας H+ στον οργανισμό. Οφείλεται είτε σε απώλεια οξέων είτε σε άθροιση βάσεων. Η α. διακρίνεται σε αναπνευστική και μεταβολική. * * * η Ιατρ. υπερβολικά χαμηλό επίπεδο οξύτητας ή… … Dictionary of Greek
αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… … Dictionary of Greek
αλκαλίμετρο — Πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό βασικών διαλυμάτων. Το α. συνήθως βαθμολογείται σε περιεκτικότητα καυστικού καλίου (ΚΟΗ) κατά όγκο με αντιστοιχία προς βαθμούς Μπομέ. * * * το Χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
αλκαλικός — ή βασικός, ή, ό Χημ. αυτός που αναφέρεται στα αλκάλια ή έχει ιδιότητες αλκαλίου ή καυστικού αλκαλίου π.χ. αλκαλικό διάλυμα είναι το υδατικό διάλυμα που έχει αλκαλική (βασική) αντίδραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + κατάλ. ικός* πρβλ. αγγλ. alkaline] … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αλκαλιμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλκαλι + μετρικός (< μέτρο(ν) + κατάλ. ικός*), πρβλ. γαλλ. alcalimetrique] … Dictionary of Greek
αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άλκαλι + ούχος < έχω] … Dictionary of Greek
αλκαπτόνη — η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο… … Dictionary of Greek